δεξιοβόλος
English (LSJ)
v. δεξιολάβος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ tirador diestro, certero prob. un tipo de guardián Act.Ap.23.23 (var., cf. δεξιολάβος).
German (Pape)
[Seite 546] mit der Rechten werfend, N.T., v.l. für δεξιολάβος.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιοβόλος: ὁ, ἴδε δεξιολάβος.
Russian (Dvoretsky)
δεξιοβόλος: ὁ v.l. = δεξιολάβος.
Chinese
原文音譯:dexiol£boj 得克西哦-拉波士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:右-得著(者)
字義溯源:衛士,持槍者,長槍手,小武器士兵;源自(δεξιός)=右邊);由(δέχομαι)*=領受)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 長槍手(1) 徒23:23