το (AM δερμάτιον)νεοελλ.1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ' άρματα βαλμένο 'να δερμάτι», Ερωτ.)2. ασκός από δέρμα ζώουαρχ.1. μικρό και λεπτό δέρμα2. κομμάτι από δέρμα.