δερματοφαγῶ (-έω) (Α)τρώω και το δέρμα του ζώου («ὥστε μὴ κρεοφαγεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀστοφαγεῖν καὶ δερματοφαγεῖν»).