δεσμοφόρος
Greek (Liddell-Scott)
δεσμοφόρος: -ον, φέρων δεσμά, Ἰγνάτ. ἐν βίῳ Νικηφ. Κστπόλεως, σ. 209. 4, ἐκδ. De Boor.
Greek Monolingual
δεσμοφόρος, -ον (Μ)
ο δέσμιος.
δεσμοφόρος: -ον, φέρων δεσμά, Ἰγνάτ. ἐν βίῳ Νικηφ. Κστπόλεως, σ. 209. 4, ἐκδ. De Boor.
δεσμοφόρος, -ον (Μ)
ο δέσμιος.