δέσμιος
English (LSJ)
δέσμιον,
A binding: metaph., binding as with a spell, enchaining, c. gen., ὕμνος ἐξ Ἐρινύων δ. φρενῶν A.Eu. 332(lyr.), cf.306.
II Pass., bound, captive, S.Aj.299, Ph.608, E.Ba.226, POxy.580 (ii A. D.), etc.; on leash, (κύων) prob. in Aen. Tact.31.32; δ. φυγών, = ἐκ δεσμῶν, E.Ba.792.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α LXX 3Ma.4.7]
I 1de pers. cautivo, encadenado, prisionero δ. φυγών preso fugitivo E.Ba.792, δεσμίους ἡμῖν οἱ θεοὶ τοὺς πολεμίους ... παραδιδόασι Hld.9.1.4
•en hipálage παιῶνι δεσμίῳ ... γοᾶσθέ με Ar.Th.1035
•frec. subst. c. o sin art. δεσμίων χερσίν con las manos de los prisioneros e.e. con su trabajo Hp.Ep.17.5, cf. LXX Za.9.11, Hld.9.1.3, οἶκος τῶν δεσμίων prisión LXX Ec.4.14, δέσμιαι δὲ δημοσίᾳ LXX 3Ma.4.7, οἱ κατὰ φυλακὴν δέσμιοι POxy.580 descr. (II d.C.)
•en uso pred. ὃν ... δέσμιόν τ' ἄγων S.Ph.608, δέσμιον δ' ἐπήγετο καὶ Ἰωσάδακον I.AI 10.150, cf. 15.351, Hld.1.33.3, 6.8.4, 8.3.2
•atado c. ac. rel. ὅσας ... εἴληφα, δεσμίους χέρας σῴζουσι ... πρόσπολοι a cuantas (mujeres) cogí, atadas de manos las custodian mis sirvientes E.Ba.226
•c. dat. instrum. νέκυες σειρῇσι ... δέσμιοι cadáveres atados con cuerdas A.R.3.203
•de anim. atado S.Ai.299, ἀνέθɛ̄κε [δόρκας] δύο δεσμάς (sic) SEG 38.1014.3 (Tarento VI a.C.), κύνες δέσμιοι de los perros guardianes, Artem.2.11
•fig. οἱ δὲ ἀσωτίῃ βεβαρημένοι, ῥυπῶντες, δέσμιοι unos, sumergidos en el desenfreno, sucios, prisioneros (de las pasiones) o encadenados (a las pasiones), Hp.Ep.17.9, δέσμιοι σκότους presos de las tinieblas LXX Sap.17.2, οἱ σαρκὸς δέσμιοι Gr.Naz.M.35.1188B, ὁ δ. ἐν Κυρίῳ el cautivo del Señor dicho por San Pablo de sí mismo Ep.Eph.4.1, Ep.Paul.Apocr.1
•tb. de cosas ligado, atado Erasistr.259
2 agavillado χόρτος BGU 14.6.14 (III d.C.).
II de objetos propios para atar
1 que ata, anudado συνῆψε χεῖρε δεσμίοισιν ἐν βρόχοις E.Ba.615, δέσμιον περιέθηκαν περὶ τὸν αὐχένα ἱμάντα Aen.Tact.31.32.
2 fig., en rel. c. la ligazón mágica que liga, que encadena, que hechiza o encanta c. gen. ὕμνος ἐξ Ἐρινύων δ. φρενῶν A.Eu.332, 345, cf. 306.
German (Pape)
[Seite 550] ον, δεσμία Soph. frg. 217; 1) gefangen, gefesselt, z. B. δέσμιον ἄγειν τινά Soph. Phil. 604; Ai. 292; Eur. u. sp. D., wie Mel. 63. 75 (V, 184 XII, 113); D. Sic. 18, 66. – 2) fesselnd, φρενῶν Aesch. Eum. 296. 319. 328; – δεσμιώτατος erkl. B. A. 34 ἄξιος δεσμοῦ.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 lié, enchaîné, captif;
2 qui lie, qui enchaîne.
Étymologie: δεσμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέσμιος -ον [δεσμός] pass. vastgebonden, geboeid, gevangen. act. vastbindend, boeiend;. ὕμνος … δέσμιος φρενῶν een hymne die de geest gekluisterd houdt Aeschl. Eum. 332.
Russian (Dvoretsky)
δέσμιος: II ὁ узник NT.
и 3
1 связанный, скованный (δἐσμιόν τινα ἄγειν Soph. и ἀποστέλλειν Diod.; χεῖρες Eur.);
2 связывающий, сковывающий (βρόχοι Eur.);
3 перен. приводящий в оцепенение (ὕμνος δ. φρενῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δέσμιος: -ον, καὶ α, ον, Σοφ. Ἀποσπ. 217· - δεσμεύων, δεσμευτικός· μεταφ. ὁ δεσμεύων ὡς διὰ μαγείας, μαγεύων, κατὰ γεν., ὕμνος ἐξ Ἐρινύων δ. φρενῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 332, πρβλ. 306. ΙΙ. παθ., δεσμευμένος, ἐν δεσμοῖς, αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 299, Φ. 608, Εὐρ. Βάκχ. 226, κτλ.
English (Strong)
from δεσμόν; a captive (as bound): in bonds, prisoner.
English (Thayer)
δεσμιου, ὁ, bound, in bonds, a captive, a prisoner (from Sophocles down): R G), 17; G L T Tr text WH; ὁ δέσμιος τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ, whom Christ, i. e. his truth which I have preached, has put in bonds (Winer's Grammar, 189 (178); (Buttmann, 169 (147))), ὁ δέσμιος ἐν κυρίῳ, Lightfoot on Philemon 1:13).
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δέσμιος, -ία, -ιον
Α και -ος, -ον) δεσμός
1. δεμένος με δεσμά, δεσμώτης
2. αυτός που δεν έχει ελευθερία δράσεως, ο υποχείριος («δέσμιος τών δανειστών του», «δέσμιοι του σκότους»)
αρχ.-μσν.
απόλυτα αφοσιωμένος («Παῡλος δέσμιος Χριστοῦ»)
αρχ.
1. ο δεσμευτικός
2. αυτός που δεσμεύει με μάγια ή καταδέσμους.
Greek Monotonic
δέσμιος: -ον και -α, -ον (δεσμός),
I. δεσμευτικός· μεταφ., μαγευτικός, με γεν., ὕμνος δ. φρενῶν, σε Αισχύλ.
II. Παθ., δεσμευμένος, αιχμάλωτος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
δεσμός
I. binding: metaph. binding as with a spell, enchaining, c. gen., ὕμνος δ. φρενῶν Aesch.
II. pass. bound, in bonds, captive, Soph., Eur., etc.
Chinese
原文音譯:dšsmioj 得士米哦士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:(被)捆綁(之一) 相當於: (אָסִיר)
字義溯源:俘虜,囚犯,囚徒,捆綁,鎖綁;源自(δεσμός)=鎖鏈);而 (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)。這字意為:被鎖鏈捆綁;意即:囚犯,監禁。福音書和行傳所記載的,多是屬於這一類的。保羅在他的書信中常說:我作基督耶穌被囚的( 弗3:1, 門1, 9),我為主被囚的( 弗4:1)
出現次數:總共(16);太(2);可(1);徒(7);弗(2);提後(1);門(2);來(1)
譯字彙編:
1) 囚犯(9) 太27:15; 可15:6; 徒16:25; 徒16:27; 徒25:14; 徒28:16; 提後1:8; 門1:1; 門1:9;
2) 囚徒(2) 弗3:1; 弗4:1;
3) 一個⋯囚犯(1) 太27:16;
4) 被捆綁的人(1) 來13:3;
5) 卻被鎖綁(1) 徒28:17;
6) 被囚的(1) 徒23:18;
7) 一個囚犯(1) 徒25:27