δεσποινίδα

Greek Monolingual

και δεσποινίς, η (Μ δεσποινίς) δέσποινα
νεοελλ.
1. νεαρή γυναίκα
2. ανύπαντρη γυναίκα
μσν.
1. κυρία, αρχόντισσα
2. αρχοντοπούλα.