δέσποινα
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ἡ, fem. of δεσπότης,
A mistress, lady of the house, of Penelope, Od.14.127; ἄλοχος δέσποινα of the wife of Nestor, 3.403; γυνὴ δέσποινα, of Arete, 7.347; mistress of a slave, POxy.49.4 (i/ii A. D.), BGU55 ii 5 (ii A. D.).
2 princess, queen, δέσποινα Κόλχων Pi.P.4.11; Κύπρου Id.Fr.122.14; δέσποιν' ἁπασῶν, πότνι' Ἀθηναίων πόλι Com.Adesp.340.1.
3 coupled with the names of goddesses, δέσποινα Ἑκάτη A.Fr.388; Ἄρτεμις S.El.626, cf. B.10.117, etc.; δέσποινα νύμφη A.Fr.342; esp. as a name of Persephone, Pl.Lg.796b; in Arcadia, IG5(2).514 (Lycosura), Paus.8.37.1-10; of Κύπρις, Xenarch.4.21.
4 in Thessaly, simply, = γυνή, Hsch.
5 at Rome, Empress, PSI1.76.1 (vi A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): δεσποίνη ISmyrna 743.7 (I/II d.C.), CIG 3104 (Teos III/IV d.C.), IEphesos 317 (V d.C.), MAMA 1.397.1 (Frigia, crist.)
1 señora, dueña, ama en el ámbito doméstico ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμήν de Penélope Od.14.127, cf. 9, 15.374, 19.83, 23.2, Luc.Asin.11, δο[ύλῳ] ἠλευθ[ερωμένῳ] ὑπὸ τῆ[ς] ἑαυτοῦ δεσποίνης POxy.49.4 (I/II d.C.), cf. BGU 55.2.5 (II d.C.)
•en el ámbito de la realeza señora δέσποιναν ... κιχήσεαι ἐν μεγάροισιν ref. a Arete como la señora del palacio Od.7.53, de Medea δ. Κόλχων Pi.P.4.11
•ref. a una reina en boca de un vasallo, op. δεσπότης Hdt.1.8
•unido a ἄλοχος de la esposa de Néstor Od.3.403, a γυνή de la esposa de Alcínoo Od.7.347
•en Roma, de la emperatriz IG 4.704.12 (Hermíone III d.C.), IG 7.2503 (Tebas IV d.C.), IEphesos 314.4 (IV d.C.), PSI 76.1 (VI d.C.)
•ref. a la ciudad de Atenas δέσποιν' ἁπασῶν, πότνι' Ἀθηναίων πόλι Com.Adesp.155.1
•tirana ref. a la naturaleza, D.Chr.80.11, 13, (ἡ κοιλία) ὡς πικρὰ δέσποινα Amph.Seleuc.118.
2 de divinidades femeninas señora, soberana de Afrodita ὦ Κύπρου δ. Pi.Fr.122.18, cf. Xenarch.4.21, de Ártemis ὦ χρύσεα δ. λαῶν B.11.117, cf. S.El.626, IEphesos 967.7 (rom.), IG 22.4791 (II d.C.), de Atenea ἡ ... παρ' ἡμῖν κόρη καὶ δ. Pl.Lg.796b, Παλλάς IG 22.4347 (II d.C.), cf. D.Chr.59.5, de Hestia IEphesos 1066.5 (III d.C.), de Cibele δ., [τῇ] κύμβαλοι ψοθεῦσιν Call.Fr.194.105, de la Μήτηρ θεῶν ISmyrna l.c., de Isis ἡ δ. ἡμῶν Ἶσις IPh.197.17 (V d.C.), de la diosa Andraste, D.C.62.6.5, de Leto, Orph.H.35.6, de Leucotea, Orph.H.74.8
•esp. de diosas c. rasgos ctónicos: de Hécate, A.Fr.388, SEG 30.326.18 (Ática I d.C.), de Deméter IKnidos 148.B.5 (II a.C.), IG 42.396.1 (Epidauro II d.C.), de Deméter y Perséfone en la Élide, Paus.5.15.4, 10, en Laconia IG 5(1).230
•crist., de la Virgen María δ. ἡμῶν ἡ θεοτόκος ἡ ἀειπάρθενος MAMA l.c., cf. BGU 3.2 (IV d.C.), Petr.I Al.Fr.M.18.517B, Leont.H.Nest.M.86.1641D
•ἡ Δ. la Señora n. de una diosa ctónica c. culto en Licosura (Arcadia) IG 5(2).514.4 (III a.C.), SEG 41.332.7, 35 (Mesene II a.C.), Paus.8.10.10, 37.1, IG 5(2).516.33 (I d.C.), plu. Δέσποιναι ἐπήκοοι prob. ref. a dicha diosa y Deméter IG 5(2).525 (Licosura II d.C.)
•de ninfas y heroínas νύμφη A.Fr.342, ἡρωΐδες Call.Fr.602.
3 esposa, mujer op. δεσπότης y παῖς Plu.Mar.44, cf. Sert.5, τὴν δεσποίνην μου μητέραν ὑμῶν a mi esposa y madre vuestra, POxy.123.22 (III/IV d.C.)
•en Tesalia mujer Hsch.
• Etimología: Prob. de *δεσπότνια, fem.de δεσπότης q.u.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, die Herrin; zunächst entstanden aus δεσπονια, dieses aber aus δεσποτνια, vgl. δεσπότης und ποτνια. Verwandt ist auch πόσις, entstanden aus ποτισ; Sanskrit patis »Herr«, »Gatte«, patnî »Gattin«; Latein. potis, Comparat. potior, potens; Littauisch patis »Gatte«, pati »Ehefrau«, veszpatis »Herr«; Gothisch faths »Herr«. Noch nicht mit Sicherheit erklärt ist das δεσ- im Griech. δεσπότης, δέσποινα; vielleicht steckt δέω »binden« darin, δεσπότης = »ein Herr, der bindet«; s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 247. 2, 220; vgl. im Sanskrit den mythischen Namen dâsapatnî und das Littauische veszpatis. Sehr merkwürdig ist, daß δεσπότης bei Homer noch nicht vorkommt, während δέσποινα zehnmal bei Homer erscheint; merkwürdig ferner, daß diese zehn Homerischen Stellen alle der Odyssee angehören, genauer gesagt nur sechs Büchern der Odyssee, während in den übrigen achtzehn Büchern der Odyssee und in allen Büchern der Ilias eben so gute Gelegenheit zum Gebrauche des Wortes war. Ferner ist zu beachten, daß das Wort bei Homer nur im singular. erscheint: nominat. δέσποινα Odyss. 3. 403. 7, 347. 19, 83, δεσποίνης 14, 9. 451. 15, 374. 377, δεσποίνῃ 23, 2, δέσποιναν 7, 53. 14, 127. Das Wort wird gebraucht von Nestors Gattin Eurydice, von Alkinoos Gattin Arete und von der Penelope; theils bezeichnet es die »Herr in« im Gegensatze zu den Dienern und Dienerinnen, theils die »Hausfrau«, die »Ehefrau«, im Gegensatze zum Ehemanne. In letzterer Bedeutung ἄλοχος δέσποινα Odyss. 3, 403, γυνὴ δέσποινα 7, 347. An Beides zusammen, Mann und Dienerschaft, ist Odyss. 7, 53 zu denken, δέσποιναν μὲν πρῶτα κιχήσεαι ἐν μεγάροισιν, »die Frau vom Hause«. – Folgende: 1) Hausfrau, Plat. δ. ἐν οἰκίᾳ Legg. VII, 808 a; Xen. Cyr. 5, 1, 4. – 2) Gebieterin, Königin, Κόλχων, χθονός, Pind. P. 4, 11. 9, 7; von Göttinnen, Ἄρτεμις Soph. El. 616; Κυβέλη Ar. Av. 876; Ἀθηναίη Equ. 763; in Athen Bezeichnung der Persephone, ἡ παρ' ἡμῖν κόρη καὶ δέσποινα Plat. Legg. VII, 796 b; Paus. 8, 37; – Sp. = die Kaiserin.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
maîtresse.
Étymologie: p. *δεσπότνια, fém. de δεσπότης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέσποινα -ης, ἡ [~ δεσπότης] meesteres, m. n. van de vrouw des huizes en van godinnen; als adj.: ἄλοχος δέσποινα zijn echtgenote, de meesteres (van het huishouden) Od. 3.403. heerseres, vorstin.
Russian (Dvoretsky)
δέσποινα: ἡ
1 госпожа, хозяйка (ἄλοχος или γυνὴ δ. Hom.; δ. ἐν οἰκίᾳ Plat.);
2 госпожа, владычица, повелительница (δ. Ἑκάτη Aesch.; δ. Ἄρτεμις Soph.; δ. Ἀθηναίη Arph.);
3 повелительница, царица (Κόλχων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
δέσποινα: ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ δεσπότης, ἡ κυρία τοῦ οἴκου, «ἡ οἰκοκυρά», Λατ. hera, ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Ξ. 127· ἄλοχος δ., ἐπὶ τῆς γυναικὸς τοῦ Νέστορος, Γ. 403· γυνὴ δ., ἐπὶ τῆς Ἀρήτης, 7. 347. 2) ἀπὸ τοῦ Πινδάρου καὶ ἐφεξῆς, ἡγεμονίς, βασίλισσα, Π. 4. 19, Ἀποσπ. 87. 11· δέσποινα πόλεων … Ἀθηναίων πόλις Κωμ. Ἀνών. 49. 3) παρ’ Ἀττ. συχνάκις συνάπτεται πρὸς τὰ ὀνόματα θεαινῶν, δ. Ἑκάτη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 374· Ἄρτεμις Σοφ. Ἠλ. 626, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἀθήναις ἰδίως ὡς ὄνομα τῆς Περσεφόνης, Πλάτ. Νόμ. 796Β, πρβλ. Παυσ. 8. 37, 1-10· τῆς Κύπριδος Ξέναρχ. Πεντ. 1. 21. 4) ἐν Θεσσαλίᾳ, δέσποινα ἦτο ἁπλῶς γυνή, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(fem. of δεσπότης): mistress; with γυνή and ἄλοχος, ‘lady,’ Od. 3.403, Od. 7.347.
English (Slater)
δέσποινα
1 queen, princess Αἰήτα παῖς δέσποινα Κόλχων Medea (P. 4.11) νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (sc. Ἀπόλλων) (P. 9.7) ὦ Κύπρου δέσποινα Aphrodite. fr. 122. 18. met., μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας since the Olympian contest is the true proof of athletic ability (O. 8.2)
Greek Monolingual
η (AM δέσποινα)
η κυρία του σπιτιού, η οικοδέσποινα
μσν.- νεοελλ.
1. η Θεοτόκος
2. τίτλος τιμητικός ή προσφώνηση για σεβαστή κυρία
νεοελλ.
Δέσποινα
κύριο, βαπτιστικό όνομα
μσν.
η αυτοκράτειρα και η μητέρα του αυτοκράτορα
αρχ.
1. η βασίλισσα
2. (ως επίθ. θεαινών) Δέσποινα Ἑκάτη, Δέσποινα Ἄρτεμις
3. όνομα χθόνιας θεότητας της Αρκαδίας·
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεσπότνια < δεσποτνyα, με σίγηση του τ (λόγω του συμφωνικού συμπλέγματος -τνy-) και μετάθεση του y ώστε να απαρτιστεί η δίφθογγος -οι-. Πρόκειται για το θηλ. του δεσπότης (πρβλ. πότνια, θηλ. του πόσις, potis].
Greek Monotonic
δέσποινα: ἡ, θηλ. του δεσπότης,
1. κυρία, αρχόντισσα, οικοδέσποινα του σπιτιού, Λατ. hera, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Ομήρ. Οδ.
2. στην Αττ., λέγεται για τις θεές, όπως η Άρτεμις, σε Σοφ.· η Περσεφόνη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[fem. of δεσπότης
1. the mistress, lady of the house, Lat. hera, of Penelope, Od.
2. in Attic of goddesses, as Artemis, Soph.; Persephone, Plat.
Frisk Etymology German
δέσποινα: {déspoina}
Grammar: f.
Meaning: Herrin, Hausfrau, auch Fürstin, Königin (seit Od.; vgl. zu δεσπότης).
Derivative: Davon δεσποινικός im Dienst der Königin stehend (PMasp. 88, 10, VIp); zu ngr. δεσποινίς Fräulein Schwyzer 133.
Etymology: Als Fem. zu δεσπότης aus *δέσποτνι̯α nach dem Simplex πότνια (s. d.); die konsonantische Aussprache des ι und die daraus folgende Ausdrängung des τ hängen mit der Länge des Wortes zusammen; dissimilatorischer Schwund gegen das anlautende δ- (WP. 2, 77) ist ganz unwahrscheinlich. Die Ansetzung einer urspr. τ-losen Form (mit idg. Suffixwechsel t: n, J. Schmidt Kritik 105ff.) ist überflüssig und an sich wenig glaubhaft. Weitere Lit. bei Bq und Schwyzer 274.
Page 1,370
English (Woodhouse)
mistress, in invocations to goddesses, in invocations
Léxico de magia
ἡ señora ref. a Selene ἐλθέ μοι, ὦ δ. φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη ven a mí, oh, amada señora, Selene de tres rostros P IV 2786 ἐπικαλοῦμαί σε, δ. τοῦ σύμπαντος κόσμου te invoco, señora de todo el cosmos P VII 880 Afrodita ἐπικαλοῦμαί σε, τὴν μητέρα καὶ δέσποιναν νυμφῶν te invoco a ti, la madre y señora de las ninfas P IV 3219 Mene σοι ἐπεύχομαι, τῇ δεσποίνῃ τοῦ παντὸς κόσμου a ti te suplico, señora del cosmos entero P VII 788 Isis δέσποινα Ἶσι, τέλει τελέαν ἐπαοιδήν señora Isis, realiza por completo este encantamiento SM 72 2.7 la Virgen María, en pap. crist. εὔχεσθε πρεσβίας τῆς δεσποίνης ἡμῶν, τῆς θεοτόκου pedid la intercesión de Nuestra Señora, la Madre de Dios C 5b 40 C 10 44 C 12 1 C 20 39 (fr. lac.)