δεσποτικῶς

English (Woodhouse)

(see also: δεσποτικός) despotically, like a master

French (Bailly abrégé)

adv.
despotiquement.
Étymologie: δεσποτικός.

Spanish

despóticamente

Russian (Dvoretsky)

δεσποτικῶς: самовластно, деспотически (συμμαχικῶς ἀλλ᾽ οὐ δ. βουλεύεσθαι Isocr.; διακεῖσθαι Dem.; ἄρχειν Arst., Polyb.; βιάζεσθαι Plut.).