δευσορούσιος

English (LSJ)

α, ον, (δεύω Α, ῥοῦς) dyed red, prob. in PMasp.6 ii 81 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
teñido de rojo στιχαρομαφόριον PMasp.6ue.81 (VI d.C.) en BL 1.101, 8.70.

Greek Monolingual

δευσορούσιος, -ον (Α)
ο χρωματισμένος κόκκινος.