δευτάτιος

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, poet. for δεύτατος (last), Max.350.

German (Pape)

[Seite 552] p. = δεύτατος, Paul. Sil. Ecphr. 419.

Greek (Liddell-Scott)

δευτάτιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δεύτατος, Jac. Ἀνθ. Π. σ. 74.

Greek Monolingual

δευτάτιος, -ία, -ον (Α)
βλ. δεύτατος.