δευτήρ

English (LSJ)

δευτῆρος, ὁ, kettle, cauldron, Demiopr. ap. Poll.10.105; cf. δεῦμα.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
cierto recipiente de tahona y cocina δ., κοινὸν ἀρτοποιῷ καὶ μαγείρῳ σκεῦος Demioprata en Poll.10.105, cf. δεύω.

German (Pape)

[Seite 554] ῆρος, ὁ, ein Küchengeräth zum Einrühren, Poll. 10, 105.

Greek (Liddell-Scott)

δευτήρ: ῆρος, ὁ, σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἢ ὄπτησιν, Πολυδ. Ι΄, 105.

Greek Monolingual

δευτήρ, ο (Α) δεύω
χύτρα, λέβητας.