λέβητας

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source

Greek Monolingual

ο (AM λέβης, -ητος)
μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.
β. «νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεθλα, λέβητάς τε τρίποδάς τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(μηχανολ.) κλειστή συσκευή που τροφοδοτείται με νερό, το οποίο με διοχέτευση θερμότητας μετατρέπεται σε ατμό προοριζόμενο είτε για τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις, όπως για μαγειρεία, για κινητήρια δύναμη, αποστειρώσεις, κεντρικές θερμάνσεις κ.λπ., αλλ. ατμολέβητας
αρχ.
1. μαγκάλι, πύραυνο
2. επιγρ. νόμισμα που έφερε παράσταση λέβητα, χύτρας
3. ασημένια λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών ή τών χεριών τών φιλοξενουμένων πριν από το φαγητόὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος νίψασθαι», Ομ. Οδ.)
4. λουτήρας, λουτρό, μπανιέρα
5. (στη Σπάρτη) είδος λεβητοειδούς τυμπάνου ή κυμβάλου που έκρουαν οι γυναίκες στις κηδείες τών βασιλέων
6. τεφροδόχος λάρνακα, κάλπη
7. αγγείο με σχήμα λεκάνης που βρισκόταν στην κορυφή του ναού του Διός στην Ολυμπία
8. αεραντλία
9. μικρή θήκη
10. λεκάνη για χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. προέρχεται από αμάρτυρο λέβος (βλ. λεβηρίς [Ι]) + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. τάπης, -ητος) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνεια.
ΠΑΡ. λεβητάριον
αρχ.
λεβητίζω, λεβήτιον, λεβητίσκος, λεβητώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. λεβητομανία
μσν.- νεοελλ.
λεβητοειδής
νεοελλ.
λεβητόλιθος, λεβητοποιός, λεβητοστάσιο. (Β' συνθετικό) αρχ. ιπνολέβης
νεοελλ.
ατμολέβης, τυρολέβης].