Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δευτεραίος
Greek Monolingual
δευτεραῖος, -α, -ον (Α) 1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα 2.το θηλ. ως ουσ.φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» — κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη.