δευτερογένεια
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του δευτερογενούς
2. (ειδ. για συμπτώματα νόσου) η επανεμφάνιση, το να φανεί για δεύτερη φορά («δευτερογένεια τών συφιλιδικών φαινομένων»).
η
1. η ιδιότητα του δευτερογενούς
2. (ειδ. για συμπτώματα νόσου) η επανεμφάνιση, το να φανεί για δεύτερη φορά («δευτερογένεια τών συφιλιδικών φαινομένων»).