Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δευτερολογώ
Greek Monolingual
(Α δευτερολογῶ, -έω) νεοελλ. μιλώ για δεύτερη φοράπάνω στο ίδιο θέμα για να αντικρούσω ισχυρισμούς άλλων ή να συμπληρώσω παραλείψεις της πρώτης μου αγορεύσεως αρχ. 1.αγορεύω για δεύτερη φορά 2.αγορεύωδεύτερος.