δευτερολογώ

Greek Monolingual

(Α δευτερολογῶ, -έω)
νεοελλ.
μιλώ για δεύτερη φορά πάνω στο ίδιο θέμα για να αντικρούσω ισχυρισμούς άλλων ή να συμπληρώσω παραλείψεις της πρώτης μου αγορεύσεως
αρχ.
1. αγορεύω για δεύτερη φορά
2. αγορεύω δεύτερος.