Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δηκτικότητα
Greek Monolingual
η 1. η ιδιότητα του δηκτικού, αυτού που δαγκώνει 2. η ιδιότητααυτού που προκαλεί πόνο ή οργή («η δηκτικότητα του άρθρου»). [ΕΤΥΜΟΛ.<δηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].