δημίως

German (Pape)

[Seite 563] auf öffentliche

Spanish (DGE)

adv. popularmente

Greek Monolingual

δημιωστί επίρρ. (Α)
δημοσία, ενώπιον του δήμου ή με δαπάνες του δήμου.

Greek (Liddell-Scott)

δημιωστί: ἐπίρρ., δημοσίᾳ, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ἱερωστί, μεγαλωστί