[Seite 563] auf öffentliche
adv. popularmente
δημιωστί επίρρ. (Α)δημοσία, ενώπιον του δήμου ή με δαπάνες του δήμου.
δημιωστί: ἐπίρρ., δημοσίᾳ, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ἱερωστί, μεγαλωστί