μεγαλωστί

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωστί Medium diacritics: μεγαλωστί Low diacritics: μεγαλωστί Capitals: ΜΕΓΑΛΩΣΤΙ
Transliteration A: megalōstí Transliteration B: megalōsti Transliteration C: megalosti Beta Code: megalwsti/

English (LSJ)

[ῐ], Adv. of μέγας,
A far and wide, over a vast space, κεῖτο μέγας μεγαλωστί Il.16.776, cf. 18.26; κεῖσο μέγας μεγαλωστί Od.24.40, cf. Sapph. Supp.20a.18.
II v.l. for μεγάλως, Hdt.2.161, Arr.An.4.12.1, al.
2 = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.5.67, 6.70, Plb.28.13.5, Luc.Zeux.8.—Ep., Ion., and late Prose.

German (Pape)

[Seite 108] großartig, groß; μέγας μεγαλωστί vrbdt Hom. Il. 16, 776, wo Schol. ἐπὶ μέγαν τόπον des dabeistehenden κεῖτο wegen erkl., über einen großen Raum hin, vgl. 18, 26 Od. 24, 40; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 838; einfach = μεγάλως, z. B. μ. προσέπταισε Her. 2, 161, τιμᾶν, 5, 67, ὑπεδέξατο, prächtig, 6, 70; einzeln bei Sp., wie Luc. Zeus. 8; την προαίρεσιν ἀποδέχεσθαι, eifrig, Pol. 28, 11, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 sur un grand espace;
2 grandement;
3 avec grandeur, avec magnificence.
Étymologie: μέγας.

English (Autenrieth)

μέγας μεγαλωστί, ‘great in his (thy) greatness,’ of a stately form prostrate upon the earth, Il. 16.776, Il. 18.26, Od. 24.40.

Greek Monolingual

μεγαλωστί (Α)
επίρρ.
1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά
3. τεράστια, πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί.

Greek Monotonic

μεγᾰλωστί: [ῐ],
I. Επικ. και Ιων. επίρρ. του μέγας, μακριά και πλατιά, σε μεγάλη έκταση, σε Όμηρ.
II. 1. μεγάλως, σε Ηρόδ.
2. επίσης, μεγαλοπρεπῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλωστί: adv.
1 широко, на обширном пространстве (κεῖσθαι Hom.);
2 весьма, чрезвычайно (τιμᾶν Her.);
3 роскошно, пышно, великолепно (ὑποδέχεσθαι Her.);
4 усердно, горячо (ἀποδέχεσθαί τι Polyb.).

Middle Liddell

[epic and ionic adv. of μέγας,]
I. far and wide, over a vast space, Hom.
II. = μεγάλως, Hdt. 2. also = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.