δημηγορώ
Greek Monolingual
(AM δημηνορῶ, -έω) δημηγόρος
1. αγορεύω σε λαϊκή συγκέντρωση, μιλάω μπροστά στον λαό
2. μιλώ παραπλανητικά, αγορεύω δημαγωγικά
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα δεδημηγορημένα
οι δημόσιες αγορεύσεις.
(AM δημηνορῶ, -έω) δημηγόρος
1. αγορεύω σε λαϊκή συγκέντρωση, μιλάω μπροστά στον λαό
2. μιλώ παραπλανητικά, αγορεύω δημαγωγικά
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα δεδημηγορημένα
οι δημόσιες αγορεύσεις.