δημούχος
Greek Monolingual
δημοῦχος, -ον (Α)
1. (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό
2. ο ιδιοκτήτης γης ή ο προστάτης της.
δημοῦχος, -ον (Α)
1. (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό
2. ο ιδιοκτήτης γης ή ο προστάτης της.