δημόω
English (LSJ)
v. δημόομαι.
German (Pape)
[Seite 565] öffentlich bekannt machen, D. Cass. bei Suid., der ἐδημώθη durch ἐν τῷ δήμῳ διεδόθη erkl. – Gew. δημόομαι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
δημῶ :
publier;
Moy. δημόομαι, δημοῦμαι capter la faveur populaire, flatter le peuple.
Étymologie: δῆμος.
Greek (Liddell-Scott)
δημόω: ἴδε ἐν λ. δημόομαι.
Greek Monotonic
δημόω: βλ. δημόομαι.