διάβορος

English (LSJ)

ον, Pass., eaten up, consumed, S. Tr. 676; cf. διάβαρος.

Spanish (DGE)

-ον
consumido τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενός S.Tr.676, σῶμα D.L.4.20
erosionado, corroído λίθος ref. a los poros de la piedra de origen volcánico, Thphr.Lap.20, φάραγξ Thdt.Is.6.55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dévoré ; anéanti.
Étymologie: cf. διαβόρος.

German (Pape)

zerfressen, πρός τινος, 673.

Russian (Dvoretsky)

διάβορος: досл. разъеденный, перен. уничтоженный (πόκος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

διάβορος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, νόσος Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε καταστάζω Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ λέξις προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους.

Greek Monolingual

διάβορος, -ον (Α)
1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει
2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δια + -βορος < βορά].