διάδιπλος
Greek (Liddell-Scott)
διάδιπλος: -ον, (διπλόος) διπλοῦς, διπλωμένος, Διοσκ. 3. 105.
Spanish (DGE)
-ον doble ἀσπιδίσκια διάδιπλα Dsc.3.91 (cód.).
German (Pape)
ον, doppelt zusammengefügt, Diosc.
διάδιπλος: -ον, (διπλόος) διπλοῦς, διπλωμένος, Διοσκ. 3. 105.
-ον doble ἀσπιδίσκια διάδιπλα Dsc.3.91 (cód.).
ον, doppelt zusammengefügt, Diosc.