doble
From LSJ
Spanish > Greek
ἀδελφός, ἀμφίδυμος, ἀμφίδυσις, ἀμφιλαφής, ἀμφίλεκτος, Β, γέμινος, διάδιπλος, δίβολος, δίγονος, διδυμάων, διδυμόζυγος, διδυμόζυξ, δίδυμος, διζυγής, δίζυγος, δίζυξ, διήρης, δίθροος, δίκροος, δίκρος, δίκτυπος, διμάτιον, διμερής, διμοιραῖος, δίμορφος, διμόρφωτος, δίοπος, διπλάδιος, δίπλαξ, διπλάσιος, διπλασίων, δίπλειος, διπλῆ, διπλοειδές, διπλοειδής, διπλοείλητος, διπλόη, διπλόον, διπλόος, διπλοσύνθετος, διπλοῦν, διπλοῦς, δίπολος, δίπτυξ, διπτυχής, δίπτυχος, δισσός, δισύλλαβος, διφάσιος, διφυής, δίφυιος, διχής, διχθάδιος, δοιός, δυαστικός, δυϊκός, δυοειδής