διάνα

Greek Monolingual

(I)
η
1. εύστοχη βολή
2. εγερτήριο σάλπισμα
3. φρ. «πέτυχες διάνα» — για σωστή πρόβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diana].
(II)
η
βλ. διάνος.