εγερτήριο

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐγερτήριον)
νεοελλ.
1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες
2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι
(αρχ.- μσν.)
1. μέσο διέγερσης
2. προτροπή, παρακίνηση.