εγερτήριο
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
το (AM ἐγερτήριον)
νεοελλ.
1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες
2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι
(αρχ.- μσν.)
1. μέσο διέγερσης
2. προτροπή, παρακίνηση.