διάνυση
Greek Monolingual
η (Α διάνυσις, -εως) διανύω
1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι
2. η απόσταση που διανύθηκε
3. επιτέλεση, ολοκλήρωση.
η (Α διάνυσις, -εως) διανύω
1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι
2. η απόσταση που διανύθηκε
3. επιτέλεση, ολοκλήρωση.