διάξυλον

English (LSJ)

τό,
A cross-piece, Apollod.Poliorc.177.12.
II = ἀσπάλαθος 1, Dsc.1.20.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 travesaño Apollod.Poliorc.177.12.
2 bot. prob. aulaga o ginesta Dsc.1.20, Plin.HN 24.112.

Greek (Liddell-Scott)

διάξῠλον: τό, ξύλον σταυροειδῶς ἐπικείμενον, δοκός, Ἀπολλ. Πολιορκ. 34. 2) = ἀσπάλαθος, Διοσκ. 1, 19.

German (Pape)

τό, Querholz, Sp.