διάπλασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, model, shape, or perhaps modelled jug, Sch.Ar.V.614.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
forma, figura ἄτοπον γάρ ἐστιν ἀνθρώπου ψήγειν τὸν νοῦν διὰ τὸ δ. τοῦ τύπου Vit.Aesop.G 88, ἄρρεν δ. καὶ θῆλυ Bas.Sel.Or.M.85.88A, δ. διδασκαλεῖόν ἐστι τοῦ τέλους Basil.M.30.57C, cf. Hsch.s.u. ἔμβρυον, Sch.Ar.V.616b.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλασμα: τό, = τῷ προηγ., Σχόλ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 614.

German (Pape)

τό, das Gebildete, Schol. Ar. Vesp. 614.