διάπνευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, breeze, dub.l. in Hp.Aër.19(pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διάπνευμα: τό, λίαν ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 291, αὔρα, ἄνεμος.

German (Pape)

τό, das Durchwehen, der Wind, Hippocr.