διάω

English (LSJ)

v. διάημι.

German (Pape)

[Seite 614] s. διάημι.

Greek (Liddell-Scott)

διάω: ἴδε ἐν λ. διάημι.

Greek Monotonic

διάω: = διάημι.

Middle Liddell

= διάημι