διάημι
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
English (LSJ)
[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb, blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους]… οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb., chipr. ζάημι Inc.Lesb.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. διΐημι
• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.Op.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.Op.514, διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν Hes.Op.519
•en v. pas. ser traspasado por el viento ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.Fr.74.41.
German (Pape)
[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-άημι door... heen waaien, met acc.:; τοὺς μὲν ἄρ’ οὔτ’ ἀνέμων διάη μένος daar blies niet eens de krachtige wind doorheen Od. 5.478; met gen.: τῶν ψυχρὸς ἐὼν διάησι koud als hij is blaast de wind dwars door hen (beesten) heen Hes. Op. 514.
Russian (Dvoretsky)
διάημι: дуть насквозь, продувать (τι Hom.; τινος и διά τινος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι (Βορέας) αὐτόθι 514.
English (Autenrieth)
ipf. διάει (διάη): blow through, Od. 5.478 and Od. 19.440.
Greek Monolingual
διάημι (Α) άημι
διαπνέω, φυσώ μέσα από κάτι.
Greek Monotonic
διάημι: παρατ. διάην, φυσώ, πνέω μέσω των δέντρων κ.λπ., με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Middle Liddell
imperf. διάην
to blow through trees, etc., c. acc., Od., Hes.