διέδην

English (LSJ)

Adv., (διΐημι) throughout, to the end, Hsch.

Spanish (DGE)

adv. hasta el fin, completamente Hsch.

German (Pape)

[Seite 617] (διίημι) durchgängig, διὰ τέλους, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

διέδην: ἐπίρρ. (διΐημι) πέρα καὶ πέρα, διὰ τέλους, μέχρι τέλους, Ἡσύχ.