διέπτατο

English (LSJ)

v. διαπέτομαι.

Spanish (DGE)

v. διαπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

v. διΐπτημι.

Greek (Liddell-Scott)

διέπτατο: ἴδε ἐν λ. διαπέτομαι.

English (Autenrieth)

see διαπέτομαι.

Greek Monotonic

διέπτατο: γʹ ενικ. αορ. βʹ του διαπέταμαι.