διαπέταμαι

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monotonic

διαπέτᾰμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην και -επτόμην, και σε Ενεργ. τύπο -έπτην·
I. πετώ δια μέσου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.· διὰτῆς πόλεως, στον ίδ.
II. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

-πέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην aor2 -επτόμην aor2 act -έπτην
I. to fly through, Il., Eur.: c. acc., Eur., Ar.; διὰ τῆς πόλεως Ar.
II. to fly away, vanish, Eur., Plat.