διέτμαγεν

English (LSJ)

διέτμᾰγον, v. διατμήγω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.

Greek (Liddell-Scott)

διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.

English (Autenrieth)

see διατμήγω.

Greek Monotonic

διέτμᾰγεν: Επικ. αντί διετμάγησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του διατμήγω· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.