διέψω

English (LSJ)

scorch thoroughly, δ. ἀνθρώπους, of the effect of the westering sun, in Hp.Aër.6.

Spanish (DGE)

1 abrasar τοὺς ἀνθρώπους el sol, Hp.Aër.6.
2 hervir, cocer, Hippiatr.Paris.551.

German (Pape)

[Seite 623] (s. ἕψω), durch-, gar kochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διέψω: μέλλ. -εψήσω, βράζω ἐντελῶς, δ. ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ἡλίου ἐν ταῖς δυτικαῖς χώραις, παρ’ Ἱππ. Ἀέρ. 283.

Greek Monolingual

διέψω (Α) έψω
βράζω καλά.