διαβύνω

English (LSJ)

v. διαβύω.

Spanish (DGE)

meter, introducir τὸν δάκτυλον ... ἐς τὸ στόμα (τοῦ παιδίου) Hp.Superf.5
en v. med. mismo sent. πηδάλιον ... διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Hdt.2.96.

French (Bailly abrégé)

enfoncer de manière à boucher.
Étymologie: διά, βύω.

German (Pape)

διαβύω, pass., πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Her. 2.96.