διαγγελτήρ

Greek (Liddell-Scott)

διαγγελτήρ: ῆρος, ὁ, =τῷ προηγ., Σιβ. Χρ. 7, 33.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
mensajero οἱ δὲ διαγγελτῆρες ὑπαὶ ποσὶ κοιμήσονται Orac.Sib.7.33.