mensajero
From LSJ
Spanish > Greek
γραμματοφόρος, διάκονος, διάκτορος, διάκτωρ, διαγγελτήρ, ἀγγάριος, ἀγγελίης, ἀγγελιαφόρος, ἀγγελιώτης, ἀγγελοφόρος, ἀγγελτήρ, ἀπαγγελτήρ, ἀποκομιστής, ἀποκρισιάριος, ἀπόστολος, ἀστάνδης, ἄγγαρος, ἄγγελος, ἐξάγγελος