διαδίκασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, object of litigation in a διαδικασία, Lys.17.10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
adjudicación de propiedad μοι ψηφίσασθαι τὸ δ. Lys.17.10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d'un procès à régler par διαδικασία.
Étymologie: διαδικάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδίκασμα -ατος, τό [διαδικάζω] jur. aanspraak, vordering.

German (Pape)

τό, der Gegenstand eines Prozesses, einer Diadikasie, Lys. 17.10.

Russian (Dvoretsky)

διαδίκασμα: ατος τό юр. диадикасма, т. е. предмет судебного спора Lys.

Greek Monolingual

διαδίκασμα, το (Α)
το αντικείμενο της διαδικασίας.

Greek Monotonic

διαδίκασμα: -ατος, τό, αντικείμενο δίκης σε μία διαδικασία, σε Λυσ.

Greek (Liddell-Scott)

διαδίκασμα: τό, τὸ ἀντικείμενον τῆς διαδικασίας, Λυσ. 149. 7, πρβλ. Att. Process, σ. 368.

Middle Liddell

διαδίκασμα, ατος, τό,
the object of litigation in a διαδικασία, Lys.