διακαυνιάζω

English (LSJ)

(καῦνος) determine by lot, Ar.Pax1081 (hex.).

Spanish (DGE)

determinar por sorteo διακαυνιάσαι πότεροι κλαυσούμεθα μεῖζον Ar.Pax 1081, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 581] es aufs Loos ankommen lassen, Ar. Pax 1047, VLL. διακληρῶσαι.

French (Bailly abrégé)

déterminer ou décider en tirant au sort.
Étymologie: διά, καῦνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακαυνιάζω [διά, καῦνος] door het lot beslissen.

Russian (Dvoretsky)

διακαυνιάζω: решать жребием Arph.

Greek Monolingual

διακαυνιάζω (Α) καυνός
αποφασίζω με κλήρο, ορίζω με κλήρο.

Greek Monotonic

διακαυνιάζω: (καῦνος, κλήρος), αποφασίζω με κλήρο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

διακαυνιάζω: (καῦνος) διὰ κλήρου ὁρίζω, ἀποφασίζω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1081.

Middle Liddell

καῦνος, lot]
to determine by lot, Ar.