αποφασίζω

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

(Μ ἀποφασίζω) [[[απόφαση]], (-ις)]
Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι
2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση
3. κρίνω κάποιον ή κάτι
4. πείθω
5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός
II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, -η, -ο
1. αυτός που προτίθεται να κάνει κάτι οπωσδήποτε
2. ο καταδικασμένος από τους γιατρούς, ο ανίατα άρρωστος.