αποφασίζω
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
Greek Monolingual
(Μ ἀποφασίζω) [[[απόφαση]], (-ις)]
Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι
2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση
3. κρίνω κάποιον ή κάτι
4. πείθω
5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός
II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, -η, -ο
1. αυτός που προτίθεται να κάνει κάτι οπωσδήποτε
2. ο καταδικασμένος από τους γιατρούς, ο ανίατα άρρωστος.