διακεχυμένως
English (LSJ)
Adv., (διαχέω) immoderately, δ. γελᾶν Suid. s.v. ἀπασκαρίζειν.
German (Pape)
[Seite 581] γελᾶν, ausgelassen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
διακεχῠμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διαχέω, μετὰ διαχύσεως, καθ’ ὑπερβολήν, ὡς τὸ Λατ. effuse, δ. γελᾶν παρὰ Σουΐδ.