διαχέω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχέω Medium diacritics: διαχέω Low diacritics: διαχέω Capitals: ΔΙΑΧΕΩ
Transliteration A: diachéō Transliteration B: diacheō Transliteration C: diacheo Beta Code: diaxe/w

English (LSJ)

fut. διαχεῶ, later
A διαχύσω Gp.7.8.4: aor. διέχεα, Ep. διέχευα (the only tense used by Hom.):—pour different ways, scatter, τὸν χοῦν Hdt.2.150.
b in Hom., cut up a victim into joints, αῖψ' ἄρα μιν διέχευαν Od.3.456, cf. Il.7.316, al.; χαλκὸς ἔγκατα διέχευεν Theoc.22.203.
2 disperse, τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb. 46e; ἡ θερμότης δ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr.869a15; melt, fuse, χαλκόν Paus.9.41.1; liquefy, opp. πηγνύναι, Pl.Ti.46d; νῆα… διέχευαν ἄελλαι A.R.3.320; δ. ἀποστήματα disperse abscesses, Thphr. De Odoribus 59(61); δ. ἴχνη to destroy the scent, X.Cyn.5.3:—Pass., ib.8.1:—also Med., dissolve, Nic. Al.373.
3 metaph., confound, τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57.
4 put in a good humour, τινὰ ὁμιλίαις καὶ λόγοις Plu.2.74d, cf. Philostr. VS2.10.1, Hermog.Id.2.9.
II more freq. in Pass., to be poured from one vessel into another, Hdt.6.119.
2 run through, spread, Th.2.75,76, Arist.Fr.243.
3 to be dissolved, be liquefied, X.Cyn. 8.1, Arist.Pr.890b17, etc.; of a corpse, Hdt.3.16; disperse, of soldiers, X.HG7.4.34; of humours, Hp.Epid.4.45.
4 metaph., to be diffused, become diffused, become relaxed, be relaxed, εὐφραινόμενον διαχεῖται, opp. λυπούμενον συσπειρᾶται, Pl.Smp. 206d; ὑπὸ μέθης διακεχυμένος Id.Lg.775c, cf. Plb.8.27.4; [αἱ ἐπιθυμίαι] οὐ διαχέονται Epicur.Sent.30; μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Arist.Phgn.813a26; φαιδρὸν καὶ δ. πρόσωπον Plu.Alex.19; τῆς ψυχῆς τὸ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπὸ τοῦ λόγου Zeno ap.eund.2.82f, cf. Tryph. Trop.p.205S.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέχεα LXX Ie.3.13, Paus.8.14.8, ép. διέχευα Il.7.316, Od.3.456, A.R.3.320]
A tr.
I sobre διάhasta el final
1 trocear μιν (βοῦν) Il.l.c., Od.l.c.
destrozar ἔγκατα ... χαλκὸς ... διέχευεν Theoc.22.203, κείνην ... διέχευαν ἄελλαι A.R.l.c., cf. Q.S.14.504.
2 dispersar τὸν χοῦν Hdt.2.150, τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb.46e, ὁπότε ... (θέρος) διαχέοι τὸν ἀέρα D.Chr.6.9, en v. pas. ἡ γὰρ ὑγρότης ὑπὸ τῆς σελήνης διαχεομένη Plu.2.658f
fig. διέχεας τὰς ὁδούς σου εἰς ἀλλοτρίους has dispersado, e.e., has multiplicado tus caminos hacia extraños LXX l.c.
disipar νέφος Q.S.9.265
borrar (ἴχνη) X.Cyn.5.3.
3 deshacer, descomponer τὴν ... ἀσθενεστέραν (ὕδατος σύνοδον) Pl.Ti.61a
disolver, deshacer τὸ φλέγμα Hp.Vict.2.54, cf. Thphr.Od.61, Heras en Gal.13.815, Heraclid.203, Crit.Hist. en Gal.13.877, ἡ ἐντὸς θερμότης τὸ ἐντὸς ὑγρόν Arist.Pr.869a15, en v. pas. Arist.Pr.929b33
en v. med. mismo sent., Nic.Al.373
esp. en la digestión expandir, difundir, dispersar τὴν τροφὴν ἐς τὸ σῶμα διαχέοντες Hp.Vict.2.60, en v. pas. τὰ σιτία Hp.Vict.3.78.
4 fundir χαλκόν Paus.l.c., 9.41.1
abs. op. πήγνυμι Pl.Ti.46d, en v. pas. Str.3.2.8.
II fig.
1 anular, disipar, acabar con c. ac. de abstr. τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57, τὰ δὲ πάντα κακαὶ διὰ Κῆρες ἔχευαν Q.S.5.536
part. διακεχυμένος c. suj. de pers. o partes del cuerpo disipado, relajado, laxo τῶν σωμάτων διακεχυμένων ὑπὸ μέθης Pl.Lg.775c, οἱ μαλακόν τε καὶ διακεχυμένον βλέποντες Arist.Phgn.813a26, cf. Plb.8.27.4, φαιδρῷ τῷ προσώπῳ καὶ διακεχυμένῳ Plu.Alex.19, τὸ ... παθητικὸν ὑπὸ τοῦ λόγου διακεχυμένον Plu.2.82f, τὴν γνώμην Aristid.Quint.67.31
c. suj. de abstr. disoluto ἡδονή Cyr.Al.M.69.1136D.
2 calmar, apaciguar (τοῦ πυρὸς ἐντός) δύναμις διαχεῖ ... τὰς ἐντὸς κινήσεις Pl.Ti.45e
c. ac. de pers. calmar, poner de buen humor, alegrar αὐτόν Philostr.VS 586, cf. Im.1.26, Hermog.Id.2.9 (p.371), τὴν διάνοιαν S.E.M.11.106, abs. Plu.2.74d
fact. hacer agradable φωναὶ ... τὴν ἀκοὴν ... διαχέουσαι D.H.Comp.15.12.
III sobre διάal otro ladoverter, trasegar en v. pas. τὰ ἕλη τὰ ἐκ τοῦ Ῥήνου διαχεόμενα Str.7.1.5, del vino, Str.17.1.14.
B intr. en v. med.-pas.
I sobre διάhasta el fin
1 deshacerse, desbaratarse, desintegrarse τὸ χῶμα Th.2.75, cf. I.BI 7.313, τότε ... τὴν ... γῆν διαχεῖσθαι μάλιστα que es entonces cuando la tierra está más suelta Thphr.CP 3.4.1, τὸ κῦμα Plu.2.950b, τέφρα Plu.Sert.17
borrarse τὰ ἴχνη X.Cyn.8.1
dispersarse de grupos de pers., X.HG 7.4.34, de la orina τὸ χαλαζῶδες διαχεόμενον Hp.Coac.569
deshacerse una hinchazón, Hp.Epid.4.45
descomponerse una sustancia en tres, Hdt.6.119
descomponerse, corromperse ὁ νεκρός Hdt.3.16, τὸ ... ἄρρεν (κύημα) ... διαχεῖται καὶ ἀφανίζεται Arist.HA 583b15
desvanecerse los deseos, Epicur.Sent.[5] 30.
2 disolverse τὸ ... ἄγονον (σπέρμα ἐν τῷ ὕδατι) διαχεῖται Arist.HA 523a26
fluir, licuarse τὸ αἷμα Pl.Ti.85d, op. πήγνυσθαι Arist.Pr.890b17, Thphr.CP 2.19.3
ablandarse τὰ ἐρίγματα Thphr.CP 4.12.12, τὸ φύλλον Thphr.HP 6.4.8.
3 repartirse, dividirse διαχεῖται τὸ αἷμα ἐκ τῆς καρδίας εἰς ἅπαντα τὰ μέρη τοῦ σώματος Arist.Fr.243, cf. Arist.Aud.800b35, Mete.370b6, Thphr.Sens.57, op. ἀθροίζεσθαι Thphr.Vent.26, op. συνάγεσθαι y ref. a los rayos de luz que permiten la visión, Olymp.in Mete.214.17.
II con διάal otro lado
1 desbordarse, derramarse ποταμὸς ... εἰς ἕλη καὶ λίμνας διαχεόμενος Str.12.2.8, op. συνάγεσθαι Str.17.1.4, cf. LXX Ib.21.24, τοῦ κλύδωνος ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος διαχεομένου dirigiéndose el oleaje desde la tierra hacia el mar Plu.Ant.7, τοῦ ἰξοῦ μέχρι τῶν ταρσῶν αὐτοῦ διαχυθέντος D.P.Au.3.20.
2 expandirse, dilatarse <γῆ> θάλασσα διαχέεται Heraclit.B 31, τὸ κυοῦν ... εὐφραινόμενον διαχεῖται lo que está preñado se expande gozoso Pl.Smp.206d, cf. Arist.HA 546b30
desplegarse ref. al crecimiento de las plantas, Thphr.Sens.78, al germinar de los granos, Plu.2.968a
extenderseἁφή LXX Le.13.55
difundirse τῆς ἀνατολῆς διαχεομένης LXX 2Ma.10.28
propagarse una noticia, I.AI 19.44.
III fig. expansionarse, ponerse de buen humor, alegrarse ἐν ᾧ (λόγῳ) διαχεῖται ὅ τε λέγων καὶ ὁ ἀκούων Trypho Trop.p.205, ἀκροατοῦ διακεχυμένου si un oyente se pone gracioso Plu.2.46b, ὁρῶ γὰρ ὑμᾶς ... διακεχυμένους τοῖς προσώποις Plu.2.412e, cf. Cat.Mi.1, Synes.Ep.98, αὐστηρὸς ὢν ἐν τῷ ποτῷ διαχεῖται D.L.7.26, op. συναλγεῖν Plot.4.9.3, cf. Arr.Epict.4.4.27, Hld.4.9.1, Synes.Ep.45.

German (Pape)

[Seite 613] (s. χέω; διαχῦσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = aus einander gießen, ausgießen; sodann überhaupt = zerteilen, zerlegen, auflösen. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Tiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 διέχευαν διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Gegensatz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Übertragungen, vom Zerteilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Gegensatz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.

French (Bailly abrégé)

ao. διέχεα, épq. et ion. διέχευα ; part. pf. Pass. διακεχυμένος;
1 dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ χιών XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;
2 faire se répandre de côté et d'autre : χοῦν HDT faire s'effondrer ou détruire un terrassement ; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s'effondre en grande partie ; en parl. de soldats se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : αἶψα δέ μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.
Étymologie: διά, χέω.

Russian (Dvoretsky)

διαχέω: (aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)
1 разливать, переливать (ἔλαιον ἐκ δεξαμένης ἐς ἄλλο διαχεόμενον Her.);
2 pass. стекать (ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.);
3 (о реке), размывать, разрушать, (χοῦν Her.; ἴχνη Xen.); pass. разрушаться, разваливаться (χῶμα διαχεῖται Thuc.);
4 разделять, разъединять (τὰ συγκεκριμένα Plat.);
5 разрубать, рассекать (βοῦν ἅπαντα Hom.);
6 растворять, распускать или разрежать (ἡ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.); растворяться (τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.);
7 pass. испаряться (τὸ ὑγρὸν διαχεῖται ὑπὸ τοῦ πυρός Arst.);
8 pass. таять (διαχεῖται ἡ χιών Xen.);
9 pass. расходиться, распространяться (εἰς ἅπαντα τὰ μέρη τοῦ σώματος Arst.);
10 pass. разбегаться (οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.);
11 pass. разлагаться, истлевать (ὁ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.);
12 расслаблять (σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat.): διακεχυμένος Plut. развязный;
13 ослаблять, притуплять (τὴν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.);
14 смягчать, успокаивать, утешать (λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.): διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. с веселым лицом; εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. он преисполнен радости;
15 разрушать, расстраивать (τὰ βεβουλευμένα τινός Her.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχέω: (ἴδε χέω)· μέλλ. -χέω· ἀόρ. -έχεα, Ἐπ. -έχευα (ὁ μόνος χρόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Χύνω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, τὸν χοῦν Ἡρόδ. 2. 150· -παρ’ Ὁμ., διαμελίζω, διαμερίζω, αἶψ’ ἄρα μιν διέχευαν Ὀδ. Γ. 456, πρβλ. Ἰλ. Η. 316, κτλ. 2) διαλύω, τήκω, χύνω τι τετηκός, χαλκὸν Παυσ. 9. 41, 1· διακόπτω, διαλύω, διαχωρίζω, καταστρέφω, ἀντίθ. πηγνύναι Πλάτ. Φιλ. 46D· νῆα… διέχευαν ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 320 -δ. φύματα, διασκορπίζω, ἐξαφανίζω ὄγκους, οἰδήματα, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 61· δ. ἴχνη, καταστρέφω πᾶν ἴχνος, Ξεν. Κυν. 5, 3. 3) μεταφ., συγχέω, φέρω σύγχυσιν, τὰ βεβουλευμένα Ἡρόδ. 8. 57. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., χύνομαι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, Ἡρόδ. 6. 119, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 233. 2) διατρέχω, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, Θουκ. 2. 75, 76. 3) διαλύομαι, τήκομαι, Ξεν. Κυν. 8. 1, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ πτώματος, Ἡρόδ. 3. 16· διασκορπίζω, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 34· ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 1137B. 4) μεταφ., γίνομαι φαιδρός, διανοίγομαι, ἀντίθ. σκυθρωπάζω, Πλάτ. Συμπ. 206D· εἶμαι παραλελυμένος, ὑπὸ μέθης διακεχυμένος ὁ αὐτ. Νόμ. 775C· μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48· δ. πρόσωπον, φαιδρόν, Πλούτ. Ἀλεξ. 19· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἶμαι γαλήνιος, ὁ αὐτ. 2. 82F.

English (Autenrieth)

only aor. 3 pl. διέχευαν, quartered (cut in large pieces, opp. μίστυλλον).

Greek Monolingual

(ΑΝ) και διαχύνω (ΜΝ)
χύνω σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζω
αρχ.-μσν.
είμαι έκλυτος, ακόλαστος
μσν.
καταπατώ συμφωνία
αρχ.
1. διαμελίζω
2. διασκορπίζω
3. λειώνω, ρευστοποιώ
4. συγχέω, αναστατώνω
5. παθ. χύνομαι από ένα δοχείο σε άλλο
6. φέρνω σε κέφι, σε καλή διάθεση
7. διατρέχω, εξαπλώνομαι
8. εξατμίζω
9. ματαιώνω
10. (για πτώμα) αποσυντίθεμαι
11. (για στρατιώτες) διασκορπίζω
12. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος
13. (για οίδημα) εξαφανίζω, εξαλείφω.

Greek Monotonic

διαχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα, Επικ. -έχευα·
I. 1. χύνω και σκορπίζω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω, σε Ηρόδ.· διαμελίζω, τεμαχίζω ένα θύμα, σε Όμηρ.
2. διαλύω, χωρίζω, καταστρέφω, σε Ξεν.
3. μεταφ., συγχέω, τὰ βεβουλευμένα, σε Ηρόδ.
II. 1. Παθ., μεταγγίζω από ένα δοχείο σε ένα άλλο, στον ίδ.
2. διατρέχω ανάμεσα, διαχέομαι, εξαπλώνομαι, σε Θουκ.
3. είμαι διαλυμένος, αποσυντίθεμαι, λέγεται για ένα πτώμα, σε Ηρόδ.· λιποτακτώ, διασκορπίζομαι, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.
4. μεταφ., διασκεδάζω ή είμαι διαλυμένος ηθικά, έκλυτος, ακόλαστος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -χεῶ aor1 -έχεα epic -έχευα
I. to pour different ways, to disperse, Hdt.:— to cut up a victim, Hom.
2. to dissolve, break up, destroy, Xen.
3. metaph. to confound, τὰ βεβουλευμένα Hdt.
II. Pass. to be poured from one vessel into another, Hdt.
2. to run through, spread about, Thuc.
3. to be dissolved, fall away, of a corpse, Hdt.: to disperse, of soldiers, Xen.
4. metaph. to be or become diffuse or dissipated, Plat.

Lexicon Thucydideum

diffundi, dilabi, to spread out, slip away, 2.75.2, 2.76.1.