διακλωπάω

German (Pape)

[Seite 582] p. = διακλέπτω.

Greek (Liddell-Scott)

διακλωπάω: ποιητ. ἀντὶ διακλέπτω, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 213· Reisk. διὰ κλωπῶν.

Russian (Dvoretsky)

διακλωπάω: Anth. v. l. = διακλέπτω.