διακλέπτω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
A steal at different times, ὅσα δὲ διακέκλεπται D.27.12; τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ the number stolen [by the soldiers] and dispersed was great, Th.7.85, cf. Plu.Nic.27:—Med., steal away, LXX 2 Ki.19.3(4).
II keep alive or save by stealth, τινά Hdt.1.38; ἑαυτήν Plu. Sull.22.
III evade, τῇ ἀπολογίᾳ δ. τὴν κατηγορίαν Lys.26.3; δ. τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν D.29.5; disguise, τῇ χάριτι τῆς συνθέσεως τὴν ἀνάγκην D.H.Comp.18; pass in evasion of duty, τὸν λοιπὸν χρόνον τῆς ὑπατείας Id.10.54.
Spanish (DGE)
I 1c. ac. de cosa robar ἔνια κρύπτουσαν καὶ διακλέπτουσαν Plu.Ant.83, en v. pas., c. idea de dispersión τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ Th.7.85, ὅσα δ' αὐτῆς (οὐσίας) διακέκλεπται cuanto (de su riqueza) fue robado D.27.12, μήτε διακλαπῆναι ῥᾳδίως μηδέν Plb.2.62.11, τὰ διακλεπτόμενα PTeb.703.140 (III a.C.).
2 c. ac. de pers. salvar la vida, sustraer a un peligro ἐπὶ τῆς ἐμῆς σε ζόης διακλέψαι salvarte mientras yo esté vivo Hdt.1.38, διακλέψασα ἑαυτὴν καὶ τοὺς παῖδας Plu.Sull.22, en v. pas. πολλοὶ διεκλάπησαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν Plu.Nic.27
•sustraer a hurtadillas τὴν γυναῖκα Charito 5.2.9.
3 c. ac. de abstr. eludir, esquivar διακλέπτοντα τῇ ἀπολογίᾳ τὴν κατηγορίαν Lys.26.3
•disfrazar, disimular τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν D.29.5, διακλέπτειν τῇ χάριτι τῆς συνθέσεως τὴν ἀνάγκην D.H.Comp.18.2.
II intr. en v. med. esconderse, ocultarse διεκλέπτετο ὁ λαός LXX 2Re.19.4.
German (Pape)
[Seite 582] durchstehlen, heimlich wegschaffen, Plut. Anton. 84 u. öfter; τινά, Einen heimlich einer Gefahr entziehen, Her. 1, 38; heimlich bei Seite bringen, τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, im Gegensatz von ἀθροισθέν, Thuc. 7, 85; vgl. Plut. Timol. 29; von Geldern, unterschlagen, ὅσα διακέκλεπται Dem. 27, 12; übertr., τὴν κατηγορίαν ἀπολογίᾳ Lys. 28, 3, wie λόγοις τὴν ἀλήθειαν τῶν πεπραγμένων Dem. 29, 5, die Wahrheit bemänteln.
French (Bailly abrégé)
1 dérober et emmener de côté et d'autre, détourner;
2 dissimuler : τοῖς λόγοις τὴν ἀλήθειαν DÉM la vérité sous ses paroles;
3 soustraire (à la mort), acc..
Étymologie: διά, κλέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κλέπτω heimelijk wegvoeren:; τὸ... διακλαπὲν πολύ het deel dat heimelijk afgevoerd was was talrijk Thuc. 7.85.3; achterhouden:. κρύπτειν καὶ διακλέπτειν verstoppen en achterhouden Plut. Ant. 83.5. onttrekken aan gevaar, erdoorheen slepen, redden:. ἐπὶ τῆς ἐμῆς σε ζόης διακλέψαι je in leven te houden zolang ik leef Hdt. 1.38.2; δ. ἑαυτὴν καὶ τοὺς παῖδας zichzelf en haar kinderen redden Plut. Sull. 22.2. ontwijken:. διακλέπτοντα τῇ ἀπολογίᾳ τὴν κατηγορίαν in zijn verdedigingsrede de beschuldiging ontwijkend Lys. 26.3.
Russian (Dvoretsky)
διακλέπτω:
1 разворовывать, раскрадывать (τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, sc. τῶν αἰχμαλώτων Thuc.; ὅσα διακέκλεπται τῆς οὐσίας Dem.): ὅσα μὴ διεκλάπη Plut. то, что уцелело от расхищения;
2 тайно похищать (τινά Plut.);
3 утаивать, скрывать (λόγοις τὴν ἀλήθειαν Dem.): δ. τῇ ἀπολογίᾳ τὴν κατηγορίαν Lys. защитой скрывать обвинение, т. е. затушевывать вину;
4 укрывать (τινά Her.; διακλέψαι καὶ διασῶσαι τὸν ἀδελφόν Plut.): δ. ἑαυτόν Plut. тайно бежать, скрыться.
Greek Monolingual
διακλέπτω (Α)
1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο
2. συγκαλύπτω
3. αποτρέπω κάποιο κακό
4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ
5. (-ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ.
Greek Monotonic
διακλέπτω: μέλ. -ψω,
I. κλέβω ανά περιόδους, σε Δημ.· τὸ διακλαπέν, η ποσότητα που κλάπηκε (από τους στρατιώτες) και διασκορπίστηκε, σε Θουκ.
II. διατηρώ κάποιον στη ζωή στα κρυφά, τινά, σε Ηρόδ.
III. συγκαλύπτω την αλήθεια, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διακλέπτω: κλέπτω κατὰ διαφόρους καιρούς, ὅσα δὲ διακέκλεπται Δημ. 817. 7· τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ, ὁ ἀριθμὸς τῶν κρυφίως ἀποχωρησάντων [στρατιωτῶν] καὶ ἑπομένως διασκορπισθέντων ἦτο μέγας, Θουκ. 7. 85, πρβλ. Πλούτ. Νικ. 27. ΙΙ. διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ διὰ κλοπῆς ἢ κρυφίως, τινὰ Ἡρόδ. 1. 38· ἑαυτὸν Πλούτ. Σύλλ. 22. ΙΙΙ. συγκαλύπτω, τῇ ἀπολογίᾳ, δ. τὴν κατηγορίαν Λυσ. 175. 19· διακλέπτοντα τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν Δημ. 846. 10.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to steal at different times, Dem.; τὸ διακλαπέν the quantity stolen [ by the soldiers] and dispersed, Thuc.
II. to keep alive by stealth, τινά Hdt.
III. to keep back by stealth, τὴν ἀλήθειαν Dem.