διακομπάζω

English (LSJ)

boast one against the other, πολλὰ δὴ διεκόμπασας σὺ κἀγώ Ar. V. 1248 (Burges for -κομίσας).

Spanish (DGE)

alardear, presumir de πολλὰ δὲ διεκόμπασας σὺ κἀγώ Ar.V.1248.

Greek (Liddell-Scott)

διακομπάζω: μέλλ. -άσω, κομπάζω ἐναντίον ἑτέρου, ἀμοιβαίως μεγαλαυχῶ, πολλὰ δὴ διεκόμπασας σὺ κἀγώ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Burges ἀντὶ διεκόμισας (ὅπερ εἶνε ἐναντίον τοῦ μέτρου) ἐν Ἀριστοφ. Σφηξ. 1248.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κομπάζω tegen elkaar opscheppen.