διαλογιστική
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l'art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать lut.
(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l'art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.
διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать lut.