διαμάντι

Greek Monolingual

το
1. ο αδάμαντας
2. μτφ. (για κρασί) διαυγέστατο
3. (για πρόσ.) λαμπρός, ηθικότατος, ακέραιου χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diamante < (όψιμο λατ.) diamas < (αρχ. ελλ.) α-δάμας].